ὑπομνηματικός — serving for memoirs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ὑπομνηματικά — ὑπομνηματικός serving for memoirs neut nom/voc/acc pl ὑπομνηματικά̱ , ὑπομνηματικός serving for memoirs fem nom/voc/acc dual ὑπομνηματικά̱ , ὑπομνηματικός serving for memoirs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικώτερον — ὑπομνηματικός serving for memoirs adverbial comp ὑπομνηματικός serving for memoirs masc acc comp sg ὑπομνηματικός serving for memoirs neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικῶν — ὑπομνηματικός serving for memoirs fem gen pl ὑπομνηματικός serving for memoirs masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικόν — ὑπομνηματικός serving for memoirs masc acc sg ὑπομνηματικός serving for memoirs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικαῖς — ὑπομνηματικός serving for memoirs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικοῖς — ὑπομνηματικός serving for memoirs masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικοί — ὑπομνηματικός serving for memoirs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνηματικῆς — ὑπομνηματικός serving for memoirs fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)